- χαλαργός
- -όν, Α(δωρ. τ.) βλ. χηλαργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηλαργός — όν, και χήλαργος, ον, και δωρ. τ. χαλαργός όν και χάλαργος, ον, Α 1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
χαλαργοῖς — χᾱλαργοῖς , χαλαργός masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαργούς — χᾱλαργούς , χαλαργός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)